ἐπιφορῇ

ἐπιφορῇ
ἐπιφορά
bringing to
fem dat sg (epic ionic)
ἐπιφορέω
put
pres subj mp 2nd sg
ἐπιφορέω
put
pres ind mp 2nd sg
ἐπιφορέω
put
pres subj act 3rd sg
ἐπιφορέω
put
pres subj mp 2nd sg
ἐπιφορέω
put
pres ind mp 2nd sg
ἐπιφορέω
put
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωταδεύτερα — Ν επίρρ. ναυτ. (για αγώνισμα) με επίφορη ιστιοδρομία …   Dictionary of Greek

  • φούσκα — (I) η, Ν 1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη 2. μεγάλη φυσαλλίδα 3. φλύκταινα, φουσκάλα 4. μπαλόνι 5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα 6. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens τού γένους κολουτέα, που απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”